Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

ΖΩΗ ΣΕ ΚΟΝΣΕΡΒΑ


Μην ανησυχείς γι’ αυτά που δεν είναι στο χέρι σου –λέει. Μα πού να ξέρω τι είναι στο χέρι μου –πόσο χώμα θα μπορούσε να πιάσει, να το κάνει μάλαμα. Τι θα ήταν δυνατόν ν’ αποτρέψω -και τ’ άφησα να με τρέψει εκείνο σε φυγή; That‘s the question. Ζωγραφιές δίχως περίγραμμα είμαστε –ελεύθερο σχέδιο ενός τρελού. Πού να ξέρεις τι είναι στο χέρι σου; Εδώ δεν ξέρεις πού είναι το ίδιο το χέρι σου, όταν το δίνεις να σου το σφίξουν –σε πόρτο σίγουρο ή σε παγίδα;

Κι εσύ αρχιτέκτονα, πώς το ’κανες έτσι το σπίτι; Να μπάζει από παντού το άπειρο, και «αν» και «μήπως», να φυσάν οι αμφιβολίες και το «κάτι καλύτερο» να μας πουντιάζει… Σε τέτοιο σπίτι περιττεύουν οι άνθρωποι. Ένα κύκλωμα κλειστό είναι, από μόνο του: ευάερον, ευήλιον, ευθάνατον. Κοιτάζει πάντα προς Βορράν –σα πυξίδα. Μα προς τη θέα την καλή έχει τοιχίο:  Θέα που κόβει την ανάσα, γράφαν τα συμβόλαια. (Τους αστερίσκους πάντα να κοιτάς!). Έτσι όμως, έμαθα να βλέπω…

Δώσε μου ένα «σι», να ξεκινήσω, μαέστρο. Ποιος έδωσ' ένα λάθος «λα», κι άρχισε η κατάρρευση; Κι αρχίσανε να πλαταγίζουνε τα χείλη, σαν πλάκες τεκτονικές. Και μπαίναμε σε φάση υπναγωγική –συνδρομητές εφιαλτών με το μήνα. Πάρε τον Υπουργό του τριασδιάστατου – χωροταξίας, πώς το λέν; (Το ριμοτόμος, τι λαιμητόμος.) Πες του να μη μας λογαριάζει για τα έργα του. Κι ας νομίζαμε τότε πως ήτανε λίγο: χρόνια κρατά αγάπη μου, εκείνη η παραδουνάβια Κυριακή…




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου