Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Τι θαυμάζω στο Λονδίνο



Tο Λονδίνο είναι ίσως η μόνη πόλη της Ευρώπης όπου μπορεί να νιώσει ο καθένας  όπως στο σπίτι του – απ’ όπου κι αν προέρχεται. Και θαυμάζω αυτό του το επίτευγμα.

Και πολλά ακόμη: το πως καταφέρνει να συνδυάζει αρμονικά το παραδοσιακό ύφος με το μοντέρνο και το λειτουργικό. Δεν ξενίζει ο κομψός ουρανοξύστης πλάι στο χαρακτηριστικό καφεκόκκινο κτίσμα. Σε πολλές περιοχές (αγαπημένη η πολιτιστικά πυκνή Russel Square) τα χαμηλά σπίτια και οι άνετοι δρόμοι, δεν σου θυμίζουν ότι βρίσκεσαι στο κέντρο μιας μητρόπολης.








Σχεδόν χωρίς αστυνόμευση, νιώθεις το περιβάλλον ασφαλές και καθαρό. Και παρόλα τα μιλιούνια των επισκεπτών, δεν θα δεις τουριστική πτώση αισθητικής.

Όπως ο τυφλός έχει ανεπτυγμένη την αφή, έτσι αναπληρώνεται ο δύστροπος καιρός από την μοναδική ενέργεια του Λονδίνου. Όσο ωραία και να είναι η φημισμένη αγγλική εξοχή, κι όσο ενδιαφέρουσες οι μικρότερες πόλεις, ο απριλιάτικος χειμώνας με βάρυνε κάποιες στιγμές – στο Λονδίνο όμως όχι. Εξάλλου, το μισό είναι εξοχή. (Τη δε λιακάδα, την χαίρονται καλύτερα από μας.)


Κι ύστερα αυτή η πολυπολιτισμικότητα, η (πολυπόθητη) ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, γίνεται κάπου το αλατοπίπερο που νοστιμίζει και τους ίδιους τους Βρετανούς. Οι οποίοι, μόνο μουντοί και ψυχροί δεν είναι. Αρκεί να μπει κανείς το πρωί στο μετρό της Αθήνας και να συγκρίνει: σε ποιο απ’ τα δύο θα δεις πιο χαμογελαστούς, ευπροσήγορους κι ευγενικούς ανθρώπους;


Στερεότυπα και τα της κουζίνας τους. Είναι αλήθεια ότι δεν διακρινόταν ανέκαθεν για την φαντασία της, και το λεγόμενο english breakfast είναι γεμάτο λιπαρά. Αλλά στην πράξη, υπάρχει τόση ποικιλία διεθνής και αφομοιωμένη, που ικανοποιεί όλα τα γούστα. Άσε που σίγουρα ένα σάντουιτς με σολομό είναι πολύ πιο υγιεινό από μια πίτα γύρο…

Επειδή όμως, ως γνωστόν ο Έλληνας (ναι, συχνά κι ο απόδημος)  τα ξέρει όλα, είναι υπεράνω όλων και μπορεί να κρίνει τους πάντες, θα προτιμήσει να χαρακτηρίσει αρνητικά τους άλλους, όταν κάτι δεν μπορεί να το εξηγήσει ή του φαίνεται ανοίκειο –αντί να προσπαθήσει να ‘‘ψηλώσει’’ για να κατανοώντας τον τρόπο του σκέπτεσθαι. Είναι απίθανες οι εύκολες αιτιακές αποδόσεις που ακούει κανείς συζητώντας…  Γι’ αυτό και είμαι επιφυλακτικός σε ένα μόνο πράγμα, όταν βρίσκομαι έξω: στη γνωριμία με Έλληνες. 




ΥΓ


Και κάτι άλλο που μ' αρέσει στο Λονδίνο: δεν απασχολεί το οπτικό μου πεδίο με πολλούς ναούς - δυσκολεύεσαι να βρεις έστω και έναν! (Τα ναόμορφα αρχιτεκτονήματα, έχουν στην κορυφή τους ανεμοδείκτη αντί για σταυρό...) Ήδη απ' την εποχή του Σαίξπηρ απαλλαγμένοι από την παπική εξουσία, είχαν όλες τις προϋποθέσεις για να γίνουν τόσο φιλελεύθεροι.





Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΙΙ

Φίλοι που μπήκαν σε ξενώνες και βγήκαν ζευγάρια. Που μπήκανε δύο και βγήκανε ένα. Τι σόι κυψέλη, τι κουκούλι ειν’ αυτό που ευνοεί τέτοια μετάλλαξη: από μεταξοσκώληκας, πεταλούδα. Κι ας ζήσει μόνον εικοσιτέσσερις ώρες – το θαύμα συντελέσθηκε. Τ’ αποκαλυπτήρια γίναν. Και κάθε άπιστος Θωμάς, πίστεψε σαν άγγιξε τ’ απόκρυφα σημεία…

Τα ξενοδοχεία είναι ο φούρνος μικροκυμάτων, όπου αναθερμαίνονται οι σχέσεις. Αλλά και η κρησάρα, απ’ όπου δοκιμάζονται. Την έγχρωμη μεσοτοιχία δεν τη διαπερνάνε μόνον αγκομαχητά (που, όπως είπε κάποιος, κάνουν τον μόνο πιο μόνο). Την τρυπανίζουν και στριγκλιές, γδούποι ριπτόμενων αντικειμένων, με μία μόνιμη επωδό: «χαραμίζω τη ζωή μου μαζί σου…». Θίασος δράματος περιοδεύων, κατοικίδια μιζέρια που βγήκε περίπατο. Το πιθανότερο: απόστημα που διερράγη.

Ο προληπτικός που αποφεύγει το 13 δωμάτιο (όπως και τη θέση 13 στ’ αεροπλάνο), κάνοντας τον ξενοδόχο να το παραλείπει συνήθως, θα έκανε αμάν για να κερδίσει το δεκατριάρι… Έχει στοιχεία ψυχαναγκασμού  - τον πρόσεξα εγώ, χθες το βράδυ: έλεγξε την πόρτα δέκα φορές. Κι εκείνος παραδίπλα, ο γιάπης, που σούρτα-φέρτα ατσαλάκωτος, σα να τον βγάζουν απ’ το ψυγείο κάθε πρωί, γύρευε σε τι δουλειές θα ‘ναι μπλεγμένος. Προηγουμένως, η κυρία του εκατόν έντεκα, πήγε ν’ ανοίξει τη δική μας πόρτα – φαίνεται συνεχώς αφηρημένη, λες και τραβήξανε τον κόσμο απ’ τα πόδια της…  Όλα ύποπτα κι όλα αδιάφορα, στην μικρή γειτονιά του διαδρόμου. Εντυπωμένα με την άκρη του ματιού, κατ’ εφαπτομένη.

Αν το καλοσκεφτούμε, ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, για πολλούς ανθρώπους, είναι ο μόνος χώρος που έχουν την ευκαιρία να μείνουν  λίγο μόνοι τους. Με την εμπροσθοφυλακή «Παρακαλώ, μην ενοχλείτε» κρεμασμένη στο πόμολο, απολαμβάνουν κάποια τετραγωνικά ατομικού αέρα – καπνισμένου έστω… Αμφίβια που ξέμαθαν έξω απ’ τα νερά τους, ανασαίνουν γενναίες δόσεις –με το κινητό στο χέρι εντούτοις, για να μην απομακρύνονται και πολύ απ’ το σιγουριά του βυθού.   

Norbert Marszalek: NYC Hotel room

Αν ο Φρόιντ παρομοίαζε τα σπίτια με τις μήτρες, τα ξενοδοχεία έχουν σίγουρα κάτι τι μητρικό. Όχι δεν εννοώ τα υστερικά κελεύσματα μιας ελληνίδας μητέρας στο λαχανιασμένο της νήπιο,  που τρέχει ολοταχώς προς το κατώφλι της παρακείμενης λεωφόρου. Αναφέρομαι στην δίκην μητρικής δεκτικότητας φιλοξενία, που σε θάλπει: κρεβάτι στρωμένο με καθαρά σκεπάσματα, υπηρεσίες πολλαχώς παρεχόμενες, ζέστη, ασφάλεια, τροφή… Ξένη μάνα βέβαια, ξένος περιέκτης – και πληρωμένος με τη μέρα. Ικανός ωστόσο να σε μεταφέρει υποσυνείδητα ως την περιοχή του βρεφόθεν καταχωρημένου, γνήσιου αυτού αισθήματος. Ο Άγγελος Σικελιανός, τακτικός επισκέπτης του Θαλερού Κορινθίας, αποτύπωσε αυτό ακριβώς που προσπαθώ να περιγράψω, στην καταληκτική στροφή του ομώνυμου ποιήματός του: Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχτηκε / ν᾿ αναπαυτεί λιγάκι /πά σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά /στη βάψη απο λουλάκι.


Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ


Επισκεπτόμενος πρόσφατα ένα ξενοδοχείο 1600 κλινών (!) στο Λονδίνο, αναλογίστηκα την περίπτωση μιας ‘‘μυθολογίας του ξενοδοχείου’’ στην Τέχνη: τραγούδια, ποιήματα, ιστορίες, αυτοβιογραφίες, άπειρα φιλμ – πανταχού παρούσα, με αριθμό δωματίου. Φαίνεται πως η ενέργεια και η σημειολογία του χώρου γονιμοποιούν, περισσότερο απ’ ότι θα περίμενε κανείς, τα δημιουργικά πνεύματα.

Tricia Winwood: Hotel room


Το ξενοδοχείο: ένας δημόσιος χώρος, ιδιωτικής χρήσεως. Αναρίθμητοι  πριν και αναρίθμητοι μετά από σένα,  στο ίδιο κρεβάτι οριζοντιώνονται. Κι όμως, άμα τη παραλαβή του κλειδιού, λες «το δωμάτιο μου». Καταπώς ο ηθοποιός νιώθει δική του τη σαλοκουζίνα του σκηνικού.  Κρεμάς τα ρούχα στην ντουλάπα, κάνεις ένα ντουζ – έγινε δικό σου. Ποτέ η ιδιοκτησία δεν είναι τόσο απατηλή, όσο εκεί.

Ξενοδοχεία όπως ανθοδοχεία: κάποιος μας μεταφύτεψε. Ούτε καν. Απλώς μας έβαλε στο βάζο προσωρινά για να μη μαραθούμε.  Προσωρινά είπα; Κάτι μου λέει πως σ’ αυτήν την λέξη έγκειται η μαγνητική έλξη που ασκούν στη γραφίδα τα χοτέλ, τα μοτέλ, τα χόστελ. Μόνιμο αίσθημα προσωρινότητας κυριεύει όσους βλέπουν αμέτοχοι, να χάνεται από προσώπου γης,  ό,τι θα ορκίζονταν στην ακλόνητη διάρκεια του. Βορά στον «καταπιόνα» ενός αόρατου Παντακρυέλ.

J.H. Dyke: Waiting in the hotel room

Στον αντίποδα τα ξενοδοχεία, με το προσωρινό αίσθημα μονιμότητας που παρέχουν. Όπως τ’ αεροδρόμια θεωρούνται διεθνές έδαφος,  όπου τα θετικά ιόντα της προσμονής και τα αρνητικά ιόντα του αποχωρισμού αλληλοεξουδετερώνονται, αποφορτίζοντας εν τέλει την ατμόσφαιρα – έτσι και το δίκλινο που σε ξεβολεύει και σε ξεκουράζει για τον ίδιο λόγο: αίρει τη συνήθεια. Άνθρωποι που δηλώνουν ότι πέρασαν τα ένα τρίτο τη ζωή τους σε καταλύματα της μιας νύχτας, έχουν πιο σαφές, πιο τονισμένο το περίγραμμα του (φορητού) εγώ τους, στο περιβάλλον. 

Ξένος ανάμεσα σε ξένους, ο πελάτης του ξενοδοχείου ελευθερώνεται από τον καθιερωμένο εαυτό του, όσο περίπου και ο μασκοφόρος της αποκριάς. Εξ’ ου κι επιδεικνύει συχνά πρωτόγνωρες επιδόσεις - από τον έρωτα ως τη στοχαστική σύλληψη.  Όταν τα φαινόμενα δε ρυμουλκούν κατ’ ανάγκην όλο το κομβόι των νοουμένων, όπως συμβαίνει σ’ ένα  οικείο πλαίσιο, τότε γίνονται μπαλαντέρ. Παράδειγμα: το χιονισμένο όρος που δεσπόζει πάνω στο πέλαγος της θέας μου, από αυτόν τον εξώστη ξενοδοχείου, είναι στην πραγματικότητα ένα νησί, με όνομα που θα πυροδοτούσε συνειρμούς σε κάποιον που θα το ‘χε ζήσει ή επισκεφτεί – έστω και νοερά. Για μένα ωστόσο, παραμένει απλά ένα λευκόκορφο κόσμημα της θέας μου.

Υπάρχει όμως και μια πιο ημιφωτική, πιο μυστηριώδης προέκταση των ξενοδοχείων – η τέχνη την έχει αποδώσει και αυτήν, κυμαινόμενη από τον αισθησιασμό μέχρι τον εφιάλτη. Τι φαντασιώσεις μπορεί να εγείρει ένα κτήριο με ατέρμονους διαδρόμους και χίλιες εξακόσιες αριθμημένες πόρτες –πίσω απ’ τις οποίες εμφωλεύει ανώνυμη μία μικρογραφία της ανθρωπότητας…


Edward Hopper: Hotel room

Από τις παραμορφώσεις που υφίσταντο τα πανδοχεία στο μυαλό του ιδαλγού, ως «τώρα, που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο» -  έμπνευση σταθερή κι ανεξερεύνητη.