Στα ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ του σπουδαίου ποιητή Νίκου Καρούζου, βρήκα ένα κείμενο
εντυπώσεων από το Λούνα Παρκ Prater της Βιέννης. Αντιγράφω ένα απόσπασμα, όχι
μόνο για την αξία του, αλλά επειδή τον καιρό ήμουν φοιτητής, πήγαινα συχνά στο
συγκεκριμένο μέρος:
Σφυρίζει το τρενάκι κι αρχίζουμε να διατρέχουμε τα χιλιόμετρα
του Πράτερ. Ένα δυο χιλιόμετρα περίπου, με ευθείες, με στροφές, με στάσεις.
Αλλά το Πράτερ έχει κι ασφαλτοδρόμους και περνούν αυτοκίνητα, και εννοώ
αυτοκίνητα της πραγματικότητας. Υπάρχουν όμως και οι σηματοδότες. Κι άμα
έρχεται τρενάκι, θ’ ανάψει κόκκινο και τ’ αυτοκίνητα περιμένουν εωσότου θ’ ανάψει
πράσινο…Πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα την πραγματικότητα να ευλαβείται το
όνειρο, ναν το σέβεται με τέτοια συχνότητα. Ξεχνιέται κάτι τέτοιο;
Άπειροι οι ορισμοί της ποίησης, ωστόσο σκάλωσα σε ένα που
είδα στο ενδιαφέρον βιβλίο του Νάσου Βαγενά «Η εσθήτα της θεάς»:
Ποίηση είναι γλώσσα εν στύσει.
Ο Λορεντζάτος είναι αξιόλογος δοκιμιογράφος και καλός
στυλίστας. Αν εξαιρέσεις τα θεούσικα και τα ελληνοκεντρικά, διαβάζεται πολύ
ευχάριστα και έχει πράγματα να πει. Με εξέπληξε και η γλωσσική του δύναμη στα ΠΟΙΗΜΑΤΑ:
Χίλια σκαλούνια / να τ’ ανέβεις της Τέχνης / το Παλαμήδι.
Ή
Άγριες ανεμώνες και κοχύλια
Ψάρια με το θάνατο στα χείλια
Το μεγάλο πράσινο σμαράγδι
Θα το πιάσουμε στο παραγάδι
Στο βυθό που αράζουνε συντρίμμια
Τα καβούρια στρώνουνε κιλίμια
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, είχε αίσθηση της ποίησης υψηλή.
Το φανερώνουν οι μεταφράσεις του –αρχαίων ελλήνων, λατίνων και ξένων ("Ποιήματα άλλων καιρών και άλλων τόπων"). Ανάμεσα σ’
αυτές και κάποια αποσπάσματα από χαμένες τραγωδίες του Ευριπίδη, όπως αυτή η
μεγάλη αλήθεια (Σθενοβαία 663):
Τη μουσική διδάσκει ο Έρωτας
και σ’ όποιον πριν άμουσος ζούσε.
Στην «Ανθολογία ελληνικού χιούμορ» (Εξάντας) ανθολογούνται μερικές
από τις καλύτερες στιγμές χιουμοριστικού λόγου, από την αρχαϊκή εποχή ως το
Βυζάντιο. Ο ποιητής Χριστόφορος ο Μυτιληναίος (βυζαντινός Μαρτιάλης), γελοιογραφεί ωμά τους
συγχρόνους του -έζησε τον 11ο μ.Χ. αιώνα στην Πόλη. Iδού ένα δείγμα (ή μήπως δήγμα;) επιγράμματος:
[Προς το μοναχό Ανδρέα,
συλλέκτη οστών]
Το λένε πολλοί (αν είναι αλήθεια δεν το ξέρω,
πλην όμως το λεν και τους πιστεύω),
πως χαίρεσαι πολύ, καλόγερε και πάτερ,
σαν λείψανα αποκτάς σεπτά
ασκητών ή σεβαστών μαρτύρων.
Κι έχεις θήκες πολλές λειψάνων θείων,
που τις ανοίγεις στους φίλους σου να τις δείξεις:
του Προκοπίου του μάρτυρα τα χέρια δέκα,
του Θεοδώρου σαγόνια δεκαπέντε,
και ίσα με οχτώ ποδάρια του Νέστορα,
και του Αγίου Γεωργίου όλες μαζί οι κάρες τέσσσερις…
Ο πολύς Παναγιώτης Κονδύλης, με τη μελέτη του "Οι αιτίες
της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας" (εκδ. Θεμέλιο) κάνει μια σωστή, εναργή
και πολύπλευρη ανάγνωση των πραγμάτων. Γράφει μεταξύ άλλων:
Στην πραγματικότητα η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού
ήταν αναπόδραστη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες. Γιατί μόνον αυτός
μπορούσε, ακριβώς χάρη στην ασάφεια του, να γεφυρώνει τις διαφορετικές
αντιλήψεις για το έθνος, οι οποίες ήσαν παράλληλα ενεργές, κι έτσι να συνενώνει
προς τα έξω δυνάμεις ετερογενείς προς τα έσω. Μόνον αυτός μπορούσε να
περιβάλλει με υψηλούς νομιμοποιητικούς τίτλους και να κάμει ηθικά ενδιαφέρουσες
για τη διεθνή κοινή γνώμη τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, και μάλιστα σε
χώρους εθνολογικά και πολιτικά διαμφισβητούμενους. Μόνον αυτός μπορούσε τέλος
να δώσει τα εντελώς απαραίτητα ψυχολογικά και εκλογικευτικά αντισταθμίσματα σε
ένα αδύναμο έθνος, το οποίο παρά τη μεγάλη ιδέα που είχε για τον εαυτό του,
δοκίμασε επανειλημμένους εξευτελισμούς, αποκτώντας έτσι την συναίσθηση ότι
είναι παίγνιο στα χέρια των ισχυρών της γης, και το οποίο επιπλέον δεν πρόσφερε
τίποτα ούτε στη θεωρητική σκέψη ούτε στον τεχνικό πολιτισμό.
[…] Ο ευρύτερος αυτός ελληνοκεντρισμός, ο οποίος
ανταποκρίνονταν (κατά μέγα μέρος) στις προσδοκίες των πατριαρχικών κοινωνικών
δυνάμεων και περιέκοπτε (κατά μέγα μέρος) τις ριζοσπαστικές επόψεις του αστικού
αρχαιολατρικού ελληνοκεντρισμού, κωδικοποιήθηκε με την ιστορική κατασκευή της αδιάσπαστης
τρισχιλιετούς ιστορίας των Ελλήνων, ήτοι αφενός της φυλετικής τους συνέχειας
και αφετέρου της ουσιώδους ενότητας ελληνικού και χριστιανικού πνεύματος. Η κατασκευή
αυτή έκανε δυνατή την οργανική συμπερίληψη του Βυζαντίου, του πρωταρχικού
ιστορικού ενσαρκωτή των χριστιανικών ιδεών και αξιών, στην ελληνική ιστορία, κι
έτσι αποκαθιστούσε όχι μόνον ιδεολογικά, αλλά και ιστορικά την Εκκλησία.