Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

ΤΑ ΜΟΥΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΑ


Στο βιβλίο του Νάσος Βαγενά "Κινούμενος στόχος" βρήκα ένα κείμενο του για τον Γιώργο Κοτζιούλα (1909-1956), του οποίου την ελάσσωνα ποίηση χαρακτηρίζει "στιβαρή". Σε ένα σονέτο του γράφει, μεταξύ άλλων: 



Εγώ, ένα κύριος ευγενής από την πόλη,
να τρώω αμούρες! Τι παράξενο κι ετούτο,
σα να μην είχα δει ποτέ μου τέτοιο φρούτο,
που βγαίνει δίχως κέντρωμα ούτε περιβόλι. 

Μα δεν τον κάνω αυτό, αδελφέ μου, εγώ γι΄αστεία,
παρά γιατί μου αρέσει απ' τα μικρά μου χρόνια,
μητ΄ άλλαξα επειδή γυρνούσα στην Ομόνοια.
Δε γούσταρα ποτέ τα ζαχαροπλαστεία. 

Νομίζω πως το ποίημα συνοψίζει ένα βασικό πρόβλημα: αναρωτιέται κανείς, αμά δεν σου αρέσουν τα ζαχαροπλαστείά φίλε μου, με γεια σου και χαρά σου. Τότε όμως γιατί έρχεσαι μέσα στον πολιτισμό των ζαχαροπλαστείων; Τον εκμεταλλεύεσαι και τον κοροϊδεύεις κρυφά. Έτσι όμως δε χαλάσαν και τα ζαχαροπλαστεία και τα μούρα; Με διχασμένους και κουτοπόνηρους χωρικούς, που προσποιούνταν ωφελιμιστικά τους αστούς -οι οποίοι ήσαν έτσι κι αλλιώς μετρημένοι εν Ελλάδι. 

Κι έτσι, με παραπέμπει σε κείνους του στίχους του Σεφέρη:

Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται από Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας»
«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».
(...)

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά·


Αλλά και στην "Δυστυχία" του Νίκου Δήμου: 

Έτσι ο αστικοποιηθείς βλάχος ζει στο κενό. Δεν έχει γη δεν έχει γλώσσα (έρχομαι εξ Ομονοίας), δεν έχει θρησκεία. Δεν ξέρει πια πως να χαρεί, να κλάψει. Δεν ξέρει να ζήσει.Ο απότομα αστικοποιηθείς βλάχος είναι το πιο λυπηρό ζώο στην Ελλάδα. Η ζωή του έχει τελείως εκφυλιστεί. Έχασε όλο το παραδοσιακό πατριαρχικό μεγαλείο, χωρίς να αποκτήσει τίποτα στη θέση του. Ούτε είχε η ελληνική αστική τάξη σημαντική παράδοση να του την προσφέρει, αλλά και αν είχε, δεν ήταν δυνατό μερικές χιλιάδες αστοί, να αφομοιώσουν μερικά εκατομμύρια βλάχους σε μία γενιά.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

"ΠΟΥΛΑΕΙ" Η ΠΟΙΗΣΗ;


Πιστεύω ότι το αξίωμα "η ποίηση δεν πουλάει στην Ελλάδα",  είναι και δεν είναι αλήθεια. Αν και ο υπόγειος τρόπος διάδοσης της είναι κομμάτι της ιδιοσυστασίας της, θα πρέπει να κρίνουμε το φαινόμενο με τρόπο σχετικό. Κατ' αρχάς, νέες ποιητικές συλλογές (κάποιου επιπέδου) τοποθετούνται στους πάγκους των μεγάλων βιβλιοπωλείων -έστω και για ένα διάστημα. Οπότε το θέμα της πρόσβασης είναι περίπου καλυμμένο. Αλλά όταν (όπως γράφει κάπου και ο Νάσος Βαγενάς) σε εκτενές αφιέρωμα μεγάλης εφημερίδας για τις νέες κυκλοφορίες, δεν υπάρχει ούτε ένα ποιητικό βιβλίο, τότε πάλι καλά να λέμε... Διαφήμιση - προβολή: μηδέν.

Εντούτοις, κάποια παραδείγματα, μας δείχνουν ότι (αν μη τι άλλο, οι τυρβάζοντες περί ποιήσεως) την δικαιώνουν σε αριθμούς:

-Ο Καβάφης πουλάει σταθερά και αυξανόμενα (και σε μη "ποιητικό κοινό").
-Ο Ελύτης το ίδιο (ειδικά το "Μονόγραμμα").
-Ο Καββαδίας (λόγω μελοποίησης).
-Η Δημουλά (κυρίως σε γυναίκες).
-Το "Σύσσημον" του "κρυφού" Νίκου Παναγιωτόπουλου, εξαντλήθηκε (1000+ αντίτυπα).
-Τα "Ποιήματα" του Νίκου Δήμου εξαντλήθηκαν.
-Τα ποιήματα του Σκαρίμπα, που είχαν βγει πρόπερσι, δεν υπάρχουν πια.
-Διάφοροι ξένοι ποιητές ("καταραμένοι" κλπ) κυκλοφορούν σωρηδόν σε φτηνές, μαζικές εκδόσεις.
-Ανθολογίες (όπως π.χ. ερωτικών ποιημάτων) είναι εμπορικές.

Κι είναι πολλά ακόμα τα παραδείγματα συλλογών και απάντων, ζώντων και τεθνεώτων ποιητών (μεγάλων και ελασσόνων), που -άλλα από μόδα ή cult- κι άλλα από συνειδητή προτίμηση, οδηγούνται σε πολλαπλές εκδόσεις. Λοιπόν, δεν νομίζω πως η πρόταση "δεν πουλάει η ποίηση" είναι ακριβής. Εκτός αν περιμέναμε να καταναλώνεται όλη η ποίηση που παράγεται (μόνο που έτσι δεν θα επαρκούσε ο ελληνόφωνος πληθυσμός!). Αντίθετα, η πρόταση "κάποιοι καλοί ποιητές δεν πουλάν" είναι ορθότερη.

Η δε σύγκριση με τις πωλήσεις "μυθιστορημάτων", είναι ατυχής. Πρώτον, γιατί ελάχιστα ανήκουν πραγματικά στο είδος με το οποίο αυτοπροσδιορίζονται. Και δεύτερον, επειδή σε σχέση με το μυθιστόρημα, η ποίηση διατηρεί (ακόμα) ένα μεγάλο πλεονέκτημα: αν δεν είναι καλή, δεν πουλάει. (Δυστυχώς όμως, δεν ισχύει και το ανάποδο...).

Θα ήταν σημαντικό ωστόσο να γνωρίζουμε τα αντίστοιχα δεδομένα για την Ευρώπη. Πώς κινείται εκεί η (όποια) ποιητική παραγωγή;

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΟΙ "ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ" ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΚΑΛΚΩΤΑ

Θεωρώ τους "Ελληνικούς Χορούς" του Σκαλκώτα σπουδαίο έργο -και πολύ παραμελημένο. Παίζουν συνεχώς το "Άξιον Εστί", κι αυτό δεν το έχω ακούσει απο συμφωνική ορχήστρα ζωντανά. Μπορεί άνετα να σταθεί δίπλα σε κλασσικά έργα απ' όλο τον κόσμο -αν και συχνά λησμονείται απ' τα ξένα ραδιόφωνα. Όπως και όλος ο (πρόωρα χαμένος) Σκαλκώτας -που τόσο λασπολογήθηκε από το μετριότατο σινάφι της εποχής...  Ευτυχώς που έχει φροντίσει μια σουηδική δισκογραφική (Bis) να επανηχογραφήσει το σύνολο των εξαίσιων έργων του. Έτσι, μόνον κατόπιν παραγγελίας μπορεί πια να επανεισαχθεί η δουλειά του!


Ήταν μαθητής μεγάλων, όπως ο Κουρτ Βάιλ, και μόλις τον εντόπισαν, έγραψαν  γι' αυτόν διθυράμβους τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής. "Οι ελληνικοί χοροί" του έχουν παραξηγηθεί: δεν είναι απλές διασκευές παραδοσιακών κομματιών για ορχήστρα, αλλά μια δική του, ιδιοφυής σύνθεση -που μάλιστα δείχνει και δρόμο για το πως η παραδοσή μας μπορεί να γίνει εσωτερικά λειτουργική στο σύγχρονο γίγνεσθαι. (Πριν κι απ' το Χατζιδάκι, ο Σκαλκώτας προσέγγισε συμφωνικά το ρεμπέτικο, με το "Θα πάει εκεί στην Αραπιά" του Τσιτσάνη) Δύσκολο έργο, το νιώθεις καλύτερα οδηγώντας στην ελληνική ύπαιθρο -κάθε φορά και πιο βαθιά. Ταραχώδες όπως ο ελληνικός βίος... 

Τι παραπάνω έχουν οι Ουγγρικοί χοροί του Μπραμς δηλαδή; 


ΥΓ
Μέρη του μπορείτε να ακούσετε εδώ: 

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Ποιητές, όπως μάγειρες...



·        Υπάρχουν ποιητές, που διαθέτουν όλα τα απαραίτητα υλικά, αλλά δεν καταφέρνουν  να τα συνδυάζουν σωστά, κατά το μαγείρεμα, ώστε να προκύψει ένα φαγητό της προκοπής.
·        Υπάρχουν ποιητές που με τα λίγα υλικά που διαθέτουν, γίνονται μαέστροι τους και (έστω, με αλχημείες) φτιάχνουν αποτέλεσμα, αν μη τι άλλο ενδιαφέρον  γευστικά.
·        Υπάρχουν ποιητές, που ενώ και τα υλικά διαθέτουν και για την αξιοποίηση τους είναι ικανοί (από υπερβολική αυτοπεποίθηση;), οδηγούνται συχνά σε  ατοπήματα.
·        Υπάρχουν ποιητές, που όταν συνειδητοποιήσουν ότι μια ορισμένη συνταγή τους πέτυχε, την τυποποιούν με αποτέλεσμα την πλήρη απουσία εκπλήξεως, εφεξής.
·        Υπάρχουν ποιητές, που δεν έπαψαν να πειραματίζονται, ώσπου (τυχαία ίσως) τους προέκυψαν κάποιες αναλαμπές –οι οποίες όμως δεν επαναλήφθηκαν, δυστυχώς.
·        Υπάρχουν ποιητές, που όταν εξαντλήσαν τα υλικά τους και όλους τους δυνατούς τρόπους μαγειρέματος, έβγαλαν την μαγειρική ποδιά τους,  και είπαν «ως εδώ ήταν».
·        Υπάρχουν ποιητές, που ενώ είχαν υλικά, φαντασία και τεχνικές, δεν βρέθηκαν πολλοί γευσιγνώστες για τις δημιουργίες τους –ενδεχομένως, επειδή δε βγήκαν ποτέ τους απ’ την κουζίνα.
·        Υπάρχουν ποιητές, που ενώ τα πιάτα τους φαίνονται επιτηδευμένα καλαίσθητα, όταν πάρεις να τα δοκιμάζεις, διαπιστώνεις ότι έχεις φάει πολύ καλύτερα.
·        Υπάρχουν ποιητές, που ενώ μαγείρευαν άριστα, εντούτοις δεν μας χόρτασαν: θες επειδή κουράστηκαν θες επειδή δεν πρόλαβαν, θες που δεν αφομοίωσαν τα νέα μέσα.
·        Υπάρχουν ποιητές, που ενώ φορές τα έκαναν λύσσα απ’ το αλάτι -κι άλλοτε γλυκερά- ή τους ξέφυγε το ξύδι και το πιπέρι, ο ουρανίσκος μας τους θυμάται, για κάτι στιγμές μοναδικές. 

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

ΣΚΟΡΠΙΑ ΔΙΑΒΑΣΜΑΤΑ…



Στα ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ του σπουδαίου ποιητή Νίκου Καρούζου, βρήκα ένα κείμενο εντυπώσεων από το Λούνα Παρκ Prater της Βιέννης. Αντιγράφω ένα απόσπασμα, όχι μόνο για την αξία του, αλλά επειδή τον καιρό ήμουν φοιτητής, πήγαινα συχνά στο συγκεκριμένο μέρος:

Σφυρίζει το τρενάκι κι αρχίζουμε να διατρέχουμε τα χιλιόμετρα του Πράτερ. Ένα δυο χιλιόμετρα περίπου, με ευθείες, με στροφές, με στάσεις. Αλλά το Πράτερ έχει κι ασφαλτοδρόμους και περνούν αυτοκίνητα, και εννοώ αυτοκίνητα της πραγματικότητας. Υπάρχουν όμως και οι σηματοδότες. Κι άμα έρχεται τρενάκι, θ’ ανάψει κόκκινο και τ’ αυτοκίνητα περιμένουν εωσότου θ’ ανάψει πράσινο…Πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα την πραγματικότητα να ευλαβείται το όνειρο, ναν το σέβεται με τέτοια συχνότητα. Ξεχνιέται κάτι τέτοιο;



Άπειροι οι ορισμοί της ποίησης, ωστόσο σκάλωσα σε ένα που είδα στο ενδιαφέρον βιβλίο του Νάσου Βαγενά «Η εσθήτα της θεάς»:

Ποίηση είναι γλώσσα εν στύσει.


Ο Λορεντζάτος είναι αξιόλογος δοκιμιογράφος και καλός στυλίστας. Αν εξαιρέσεις τα θεούσικα και τα ελληνοκεντρικά, διαβάζεται πολύ ευχάριστα και έχει πράγματα να πει. Με εξέπληξε και η γλωσσική του δύναμη στα  ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

Χίλια σκαλούνια / να τ’ ανέβεις της Τέχνης / το Παλαμήδι.

Ή

Άγριες ανεμώνες και κοχύλια
Ψάρια με το θάνατο στα χείλια

Το μεγάλο πράσινο σμαράγδι
Θα το πιάσουμε στο παραγάδι

Στο βυθό που αράζουνε συντρίμμια
Τα καβούρια στρώνουνε κιλίμια


Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, είχε αίσθηση της ποίησης υψηλή. Το φανερώνουν οι μεταφράσεις του –αρχαίων ελλήνων, λατίνων και ξένων ("Ποιήματα άλλων καιρών και άλλων τόπων"). Ανάμεσα σ’ αυτές και κάποια αποσπάσματα από χαμένες τραγωδίες του Ευριπίδη, όπως αυτή η μεγάλη αλήθεια (Σθενοβαία 663):

Τη μουσική διδάσκει ο Έρωτας
και σ’ όποιον πριν άμουσος ζούσε.


Στην «Ανθολογία ελληνικού χιούμορ» (Εξάντας) ανθολογούνται μερικές από τις καλύτερες στιγμές χιουμοριστικού λόγου, από την αρχαϊκή εποχή ως το Βυζάντιο. Ο ποιητής Χριστόφορος ο Μυτιληναίος (βυζαντινός Μαρτιάλης), γελοιογραφεί ωμά τους συγχρόνους του -έζησε τον 11ο μ.Χ. αιώνα στην Πόλη. Iδού ένα δείγμα (ή μήπως δήγμα;) επιγράμματος:




  [Προς το μοναχό Ανδρέα, συλλέκτη οστών]

Το λένε πολλοί (αν είναι αλήθεια δεν το ξέρω,
πλην όμως το λεν και τους πιστεύω),
πως χαίρεσαι πολύ, καλόγερε και πάτερ,
σαν λείψανα αποκτάς σεπτά
ασκητών ή σεβαστών μαρτύρων.
Κι έχεις θήκες πολλές λειψάνων θείων,
που τις ανοίγεις στους φίλους σου να τις δείξεις:
του Προκοπίου του μάρτυρα τα χέρια δέκα,
του Θεοδώρου σαγόνια δεκαπέντε,
και ίσα με οχτώ ποδάρια του Νέστορα,
και του Αγίου Γεωργίου όλες μαζί οι κάρες τέσσσερις…


Ο πολύς Παναγιώτης Κονδύλης, με τη μελέτη του "Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας" (εκδ. Θεμέλιο) κάνει μια σωστή, εναργή και πολύπλευρη ανάγνωση των πραγμάτων. Γράφει μεταξύ άλλων:

Στην πραγματικότητα η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού ήταν αναπόδραστη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες. Γιατί μόνον αυτός μπορούσε, ακριβώς χάρη στην ασάφεια του, να γεφυρώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος, οι οποίες ήσαν παράλληλα ενεργές, κι έτσι να συνενώνει προς τα έξω δυνάμεις ετερογενείς προς τα έσω. Μόνον αυτός μπορούσε να περιβάλλει με υψηλούς νομιμοποιητικούς τίτλους και να κάμει ηθικά ενδιαφέρουσες για τη διεθνή κοινή γνώμη τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, και μάλιστα σε χώρους εθνολογικά και πολιτικά διαμφισβητούμενους. Μόνον αυτός μπορούσε τέλος να δώσει τα εντελώς απαραίτητα ψυχολογικά και εκλογικευτικά αντισταθμίσματα σε ένα αδύναμο έθνος, το οποίο παρά τη μεγάλη ιδέα που είχε για τον εαυτό του, δοκίμασε επανειλημμένους εξευτελισμούς, αποκτώντας έτσι την συναίσθηση ότι είναι παίγνιο στα χέρια των ισχυρών της γης, και το οποίο επιπλέον δεν πρόσφερε τίποτα ούτε στη θεωρητική σκέψη ούτε στον τεχνικό πολιτισμό.

[…] Ο ευρύτερος αυτός ελληνοκεντρισμός, ο οποίος ανταποκρίνονταν (κατά μέγα μέρος) στις προσδοκίες των πατριαρχικών κοινωνικών δυνάμεων και περιέκοπτε (κατά μέγα μέρος) τις ριζοσπαστικές επόψεις του αστικού αρχαιολατρικού ελληνοκεντρισμού, κωδικοποιήθηκε με την ιστορική κατασκευή της αδιάσπαστης τρισχιλιετούς ιστορίας των Ελλήνων, ήτοι αφενός της φυλετικής τους συνέχειας και αφετέρου της ουσιώδους ενότητας ελληνικού και χριστιανικού πνεύματος. Η κατασκευή αυτή έκανε δυνατή την οργανική συμπερίληψη του Βυζαντίου, του πρωταρχικού ιστορικού ενσαρκωτή των χριστιανικών ιδεών και αξιών, στην ελληνική ιστορία, κι έτσι αποκαθιστούσε όχι μόνον ιδεολογικά, αλλά και ιστορικά την Εκκλησία. 

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

THRACE CAT


                      Ο ένας για τον άλλον, είναι βιτρίνα...


 

Εγώ είμαι φυλακισμένος -ή αυτή; 

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

ΖΩΗ ΣΕ ΚΟΝΣΕΡΒΑ


Μην ανησυχείς γι’ αυτά που δεν είναι στο χέρι σου –λέει. Μα πού να ξέρω τι είναι στο χέρι μου –πόσο χώμα θα μπορούσε να πιάσει, να το κάνει μάλαμα. Τι θα ήταν δυνατόν ν’ αποτρέψω -και τ’ άφησα να με τρέψει εκείνο σε φυγή; That‘s the question. Ζωγραφιές δίχως περίγραμμα είμαστε –ελεύθερο σχέδιο ενός τρελού. Πού να ξέρεις τι είναι στο χέρι σου; Εδώ δεν ξέρεις πού είναι το ίδιο το χέρι σου, όταν το δίνεις να σου το σφίξουν –σε πόρτο σίγουρο ή σε παγίδα;

Κι εσύ αρχιτέκτονα, πώς το ’κανες έτσι το σπίτι; Να μπάζει από παντού το άπειρο, και «αν» και «μήπως», να φυσάν οι αμφιβολίες και το «κάτι καλύτερο» να μας πουντιάζει… Σε τέτοιο σπίτι περιττεύουν οι άνθρωποι. Ένα κύκλωμα κλειστό είναι, από μόνο του: ευάερον, ευήλιον, ευθάνατον. Κοιτάζει πάντα προς Βορράν –σα πυξίδα. Μα προς τη θέα την καλή έχει τοιχίο:  Θέα που κόβει την ανάσα, γράφαν τα συμβόλαια. (Τους αστερίσκους πάντα να κοιτάς!). Έτσι όμως, έμαθα να βλέπω…

Δώσε μου ένα «σι», να ξεκινήσω, μαέστρο. Ποιος έδωσ' ένα λάθος «λα», κι άρχισε η κατάρρευση; Κι αρχίσανε να πλαταγίζουνε τα χείλη, σαν πλάκες τεκτονικές. Και μπαίναμε σε φάση υπναγωγική –συνδρομητές εφιαλτών με το μήνα. Πάρε τον Υπουργό του τριασδιάστατου – χωροταξίας, πώς το λέν; (Το ριμοτόμος, τι λαιμητόμος.) Πες του να μη μας λογαριάζει για τα έργα του. Κι ας νομίζαμε τότε πως ήτανε λίγο: χρόνια κρατά αγάπη μου, εκείνη η παραδουνάβια Κυριακή…