Επισκεπτόμενος πρόσφατα ένα ξενοδοχείο 1600 κλινών (!) στο
Λονδίνο, αναλογίστηκα την περίπτωση μιας ‘‘μυθολογίας του ξενοδοχείου’’ στην Τέχνη:
τραγούδια, ποιήματα, ιστορίες, αυτοβιογραφίες, άπειρα φιλμ – πανταχού
παρούσα, με αριθμό δωματίου. Φαίνεται πως η ενέργεια και η σημειολογία του
χώρου γονιμοποιούν, περισσότερο απ’ ότι θα περίμενε κανείς, τα δημιουργικά
πνεύματα.
|
Tricia Winwood: Hotel room
|
Το ξενοδοχείο: ένας δημόσιος χώρος, ιδιωτικής χρήσεως. Αναρίθμητοι πριν και αναρίθμητοι μετά από σένα, στο ίδιο κρεβάτι οριζοντιώνονται. Κι όμως,
άμα τη παραλαβή του κλειδιού, λες «το δωμάτιο μου». Καταπώς ο ηθοποιός νιώθει
δική του τη σαλοκουζίνα του σκηνικού. Κρεμάς
τα ρούχα στην ντουλάπα, κάνεις ένα ντουζ – έγινε δικό σου. Ποτέ η ιδιοκτησία
δεν είναι τόσο απατηλή, όσο εκεί.
Ξενοδοχεία όπως ανθοδοχεία: κάποιος μας μεταφύτεψε. Ούτε καν.
Απλώς μας έβαλε στο βάζο προσωρινά για να μη μαραθούμε. Προσωρινά είπα; Κάτι μου λέει πως σ’ αυτήν
την λέξη έγκειται η μαγνητική έλξη που ασκούν στη γραφίδα τα χοτέλ, τα μοτέλ, τα χόστελ. Μόνιμο
αίσθημα προσωρινότητας κυριεύει όσους βλέπουν αμέτοχοι, να χάνεται από προσώπου
γης, ό,τι θα ορκίζονταν στην ακλόνητη
διάρκεια του. Βορά στον «καταπιόνα» ενός αόρατου Παντακρυέλ.
|
J.H. Dyke: Waiting in the hotel room |
Στον αντίποδα τα ξενοδοχεία, με το προσωρινό αίσθημα
μονιμότητας που παρέχουν. Όπως τ’ αεροδρόμια θεωρούνται διεθνές έδαφος, όπου τα θετικά ιόντα της προσμονής και τα
αρνητικά ιόντα του αποχωρισμού αλληλοεξουδετερώνονται, αποφορτίζοντας εν τέλει την
ατμόσφαιρα – έτσι και το δίκλινο που σε ξεβολεύει και σε ξεκουράζει για τον
ίδιο λόγο: αίρει τη συνήθεια. Άνθρωποι που δηλώνουν ότι πέρασαν τα ένα τρίτο τη
ζωή τους σε καταλύματα της μιας νύχτας, έχουν πιο σαφές, πιο τονισμένο το
περίγραμμα του (φορητού) εγώ τους, στο περιβάλλον.
Ξένος ανάμεσα σε ξένους, ο πελάτης του ξενοδοχείου
ελευθερώνεται από τον καθιερωμένο εαυτό του, όσο περίπου και ο μασκοφόρος της
αποκριάς. Εξ’ ου κι επιδεικνύει συχνά πρωτόγνωρες επιδόσεις - από τον έρωτα ως
τη στοχαστική σύλληψη. Όταν τα φαινόμενα
δε ρυμουλκούν κατ’ ανάγκην όλο το κομβόι των νοουμένων, όπως συμβαίνει σ’ ένα οικείο πλαίσιο, τότε γίνονται μπαλαντέρ. Παράδειγμα:
το χιονισμένο όρος που δεσπόζει πάνω στο πέλαγος της θέας μου, από αυτόν τον
εξώστη ξενοδοχείου, είναι στην πραγματικότητα ένα νησί, με όνομα που θα
πυροδοτούσε συνειρμούς σε κάποιον που θα το ‘χε ζήσει ή επισκεφτεί – έστω και
νοερά. Για μένα ωστόσο, παραμένει απλά ένα λευκόκορφο κόσμημα της θέας μου.
Υπάρχει όμως και μια πιο ημιφωτική, πιο μυστηριώδης προέκταση
των ξενοδοχείων – η τέχνη την έχει αποδώσει και αυτήν, κυμαινόμενη από τον
αισθησιασμό μέχρι τον εφιάλτη. Τι φαντασιώσεις μπορεί να εγείρει ένα κτήριο με
ατέρμονους διαδρόμους και χίλιες εξακόσιες αριθμημένες πόρτες –πίσω απ’ τις
οποίες εμφωλεύει ανώνυμη μία μικρογραφία της ανθρωπότητας…
|
Edward Hopper: Hotel room |
Από τις παραμορφώσεις που υφίσταντο τα πανδοχεία στο μυαλό
του ιδαλγού, ως «τώρα, που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο» - έμπνευση σταθερή κι ανεξερεύνητη.