Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο ερωτευμένα δέντρα. Η μοίρα τα
‘χε καταδικάσει να ριζώνουν αντικριστά, το να ‘δώ και τ’ άλλο εκεί, στις όχθες
του Δούναβη.
Χρόνια και χρόνια κοιτάζονταν, κι έγνεφαν κρυφά –εξ αποστάσως– το
χάδι. Όταν φυσούσε, ρίγη φτάνανε με τον
αέρα –και μια λαχτάρα σταλμένη πάνω σ’
ένα φύλλο ξερό του Οκτώβρη, που ’γραφε: «Θέ μου, πώς να σε φτάσω!..».
Ώσπου μια μέρα, τρανή ανεμοδούρα ξεσπά
–χαλούσε ο κόσμος… Κι ήρθ’ ο τυφώνας,
σαν έφιππος λυτρωτής, απ’ τα καρφιά της ρίζας να τ’ αποκαθηλώσει. Τα πήρε και τα σήκωσε, και τα στροβίλιζε
ψηλά, όπως χορευτές του μπαλέτου. Κι αγγίχτηκαν εκεί πρώτη φορά –πριν πέσουν
στο ποτάμι, που τα παράσερνε. Και πως θ’ αντέχανε πια οι κορμοί τους, σε
τέτοιον αψύ χείμαρρο, που έπνιγε τα σπίτια!
Δεν τα ’νοιαζε. Τους έφτανε που
τώρα ήταν μαζί…