Είναι γνωστή η επιρροή του Καβάφη από τους ποιητές των Ελληνιστικών χρόνων. Διαβάζοντας όμως και τον στωικό φιλόσοφο Σενέκα, διαπίστωσα την προφανή ομοιότητα ενός χωρίου από το "Περί πνευματικής γαλήνης" με την καβαφική "Πόλη". Το παραθέτω:
Από εδώ ξεκινάει το γεγονός ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να αποδημούν, και περιπλανιούνται σε απόμερες ακτές, καθώς η αστάθειά τους, που νιώθει πάντα ανικανοποίητη με τα παρόντα, είναι ολοφάνερη άλλοτε στη στεριά κι άλλοτε στη θάλασσα. Λένε λοιπόν: «Ας φύγουμε τώρα για την Καμπανία». Μετά από λίγο όμως βαριούνται την ραφιναρισμένη ζωή: «Ας δούμε πρωτόγονους τρόπους, ας τραβήξουμε για τα δάση του Βρουττίου και της Λουκανίας». Και όμως, κάτι τους λείπει και σ’ αυτές τις ερημιές, κάτι το ευχάριστο, κάτι που πάνω του η καλομαθημένη τους όραση θα μπορούσε να βρει ανακούφιση από την ατελείωτη ασχήμια των αγριότοπων: «Φεύγουμε για τον Τάραντα με το περίφημο λιμάνι του, το ήπιο χειμερινό του κλίμα, για μια περιοχή που ήταν αρκετά πλούσια σε πλήθη ανθρώπων ακόμα και στην αρχαιότητα». Τ’ αυτιά τους όμως έχουν επιθυμήσει από καιρό τα πλούτη και τους θορύβους, και τώρα διψούν ακόμη και για ανθρώπινο αίμα: «Καιρός πια να αλλάξουμε πορεία τραβώντας για την πόλη». Το ένα ταξίδι αρχίζουν, το άλλο τελειώνουν, από το ένα θέαμα βιάζονται να πάνε στο άλλο. Όπως λέει και ο Λουκρήτιος:
Τρέχει ο καθένας πάντοτε να φύγει του εαυτού του.
Αν όμως δεν καταφέρει να ξεφύγει τελικά από τον εαυτό του, ποιο θα είναι το κέρδος του, μια και εκείνος δεν θα πάψει να τον ακολουθεί και να τον βαραίνει, σαν την πιο οχληρή παρέα; Γι’ αυτό θα πρέπει αν καταλάβουμε ότι το λάθος που αγωνιζόμαστε να ξεπεράσουμε δεν έχει σχέση με τους τόπους αλλά με εμάς τους ίδιους –όταν έχουμε ανάγκη από αντοχή, είμαστε ασθενικοί και δεν ανεχόμαστε για πολύ ούτε το μόχθο, ούτε την απόλαυση, ούτε τους εαυτούς μας, ούτε και οτιδήποτε άλλο. Αυτό είναι ακριβώς εκείνο που οδήγησε κάποιους στο θάνατο, γιατί, με το να αλλάζουν συχνά το στόχο τους, ξανακύλησαν πάλι στις ίδιες καταστάσεις και δεν άφηναν περιθώρια για τίποτα το καινούργιο. Άρχισαν να σιχαίνονται τη ζωή τους και τον ίδιο τον κόσμο, και από τις παμφάγες ηδονές τους γεννήθηκε κι αυτή ακόμα η σκέψη: «Ως πότε άραγε θα υπομένω όλο τα ίδια και τα ίδια;».
Η Πόλις
Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γή, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα,
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -- σαν νεκρός -- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις -
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γή την χάλασες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου