Φίλοι που μπήκαν σε ξενώνες και βγήκαν ζευγάρια. Που μπήκανε
δύο και βγήκανε ένα. Τι σόι κυψέλη, τι κουκούλι ειν’ αυτό που ευνοεί τέτοια
μετάλλαξη: από μεταξοσκώληκας, πεταλούδα. Κι ας ζήσει μόνον εικοσιτέσσερις ώρες
– το θαύμα συντελέσθηκε. Τ’ αποκαλυπτήρια γίναν. Και κάθε άπιστος Θωμάς,
πίστεψε σαν άγγιξε τ’ απόκρυφα σημεία…
Τα ξενοδοχεία είναι ο φούρνος μικροκυμάτων, όπου
αναθερμαίνονται οι σχέσεις. Αλλά και η κρησάρα, απ’ όπου δοκιμάζονται. Την
έγχρωμη μεσοτοιχία δεν τη διαπερνάνε μόνον αγκομαχητά (που, όπως είπε κάποιος,
κάνουν τον μόνο πιο μόνο). Την τρυπανίζουν και στριγκλιές, γδούποι ριπτόμενων
αντικειμένων, με μία μόνιμη επωδό: «χαραμίζω τη ζωή μου μαζί σου…». Θίασος
δράματος περιοδεύων, κατοικίδια μιζέρια που βγήκε περίπατο. Το πιθανότερο:
απόστημα που διερράγη.
Ο προληπτικός που αποφεύγει το 13 δωμάτιο (όπως και τη θέση
13 στ’ αεροπλάνο), κάνοντας τον ξενοδόχο να το παραλείπει συνήθως, θα έκανε
αμάν για να κερδίσει το δεκατριάρι… Έχει στοιχεία ψυχαναγκασμού - τον πρόσεξα εγώ, χθες το βράδυ: έλεγξε την
πόρτα δέκα φορές. Κι εκείνος παραδίπλα, ο γιάπης, που σούρτα-φέρτα ατσαλάκωτος,
σα να τον βγάζουν απ’ το ψυγείο κάθε πρωί, γύρευε σε τι δουλειές θα ‘ναι
μπλεγμένος. Προηγουμένως, η κυρία του εκατόν έντεκα, πήγε ν’ ανοίξει τη δική
μας πόρτα – φαίνεται συνεχώς αφηρημένη, λες και τραβήξανε τον κόσμο απ’ τα
πόδια της… Όλα ύποπτα κι όλα αδιάφορα,
στην μικρή γειτονιά του διαδρόμου. Εντυπωμένα με την άκρη του ματιού, κατ’
εφαπτομένη.
Αν το καλοσκεφτούμε, ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, για πολλούς
ανθρώπους, είναι ο μόνος χώρος που έχουν την ευκαιρία να μείνουν λίγο μόνοι τους. Με την εμπροσθοφυλακή
«Παρακαλώ, μην ενοχλείτε» κρεμασμένη στο πόμολο, απολαμβάνουν κάποια
τετραγωνικά ατομικού αέρα – καπνισμένου έστω… Αμφίβια που ξέμαθαν έξω απ’ τα
νερά τους, ανασαίνουν γενναίες δόσεις –με το κινητό στο χέρι εντούτοις, για να
μην απομακρύνονται και πολύ απ’ το σιγουριά του βυθού.
|
Norbert Marszalek: NYC Hotel room |
Αν ο Φρόιντ παρομοίαζε τα σπίτια με
τις μήτρες, τα ξενοδοχεία έχουν σίγουρα κάτι τι μητρικό. Όχι δεν εννοώ τα
υστερικά κελεύσματα μιας ελληνίδας μητέρας στο λαχανιασμένο της νήπιο, που τρέχει ολοταχώς προς το κατώφλι της
παρακείμενης λεωφόρου. Αναφέρομαι στην δίκην μητρικής δεκτικότητας φιλοξενία,
που σε θάλπει: κρεβάτι στρωμένο με καθαρά σκεπάσματα, υπηρεσίες πολλαχώς
παρεχόμενες, ζέστη, ασφάλεια, τροφή… Ξένη μάνα βέβαια, ξένος περιέκτης – και
πληρωμένος με τη μέρα. Ικανός ωστόσο να σε μεταφέρει υποσυνείδητα ως την
περιοχή του βρεφόθεν καταχωρημένου, γνήσιου αυτού αισθήματος. Ο Άγγελος
Σικελιανός, τακτικός επισκέπτης του Θαλερού Κορινθίας, αποτύπωσε αυτό ακριβώς
που προσπαθώ να περιγράψω, στην καταληκτική στροφή του ομώνυμου ποιήματός του: Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου
δέχτηκε / ν᾿ αναπαυτεί λιγάκι /πά σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά
/στη βάψη απο λουλάκι.